- πυγμικός
- πυγμικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυγμικός — ή, όν, Α [πυγμή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγμή και στην πυγμαχία. επίρρ... πυγμικῶς Μ παλεύοντας ως πυγμάχοι … Dictionary of Greek
πυγμικῆς — πυγμικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμική — πυγμικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμικήν — πυγμικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμικώς — Μ επίρρ. βλ. πυγμικός … Dictionary of Greek